- πίσσα
- Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό.
λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο υποβάλλεται σε κατεργασία για να διαχωριστούν τα κυριότερα από τα συστατικά του, τα οποία παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον για τη χημική βιομηχανία. Η λ. βγαίνει από τον θάλαμο της απόσταξης με μορφή ατμού, μαζί με το φωταέριο. Το μεγαλύτερο μέρος της συγκεντρώνεται στις συσκευές συμπύκνωσης. Μετά τη συμπύκνωση, το ακάθαρτο φωταέριο περιέχει ακόμα λ. με τη μορφή αεροσόλς, η οποία κατακρατείται από ειδικές συσκευές, τους αποπισσωτές. Στη συνέχεια η λιθανθρακόπισσα διαχωρίζεται από τα αμμωνιούχα νερά με απόχυση, ξεραίνεται για να μη σχηματιστεί αφρός και κατόπιν υποβάλλεται σε απόσταξη. Γενικά συλλέγονται τα εξής κλάσματα: 1) Τα ελαφρά έλαια (σημ. ζέσης κατώτερο από 170° C), που περιέχουν κυρίως βενζόλιο και τα ομολογά του, τολουόλιο και ξυλόλιο, 2) τα μεσαία έλαια (σημ. ζέσης 170-240° C) που περιέχουν φαινόλες (φαινόλη, κρεσόλη, ξυλενόλη) και πυριδινικές βάσεις με ένα οξύ και 3) τα ενδιάμεσα βαρέα έλαια (σημ. ζέσης 240-270° C) και τα έλαια ανθρακενίου (σημ. ζέσης 240-270° C), τα οποία επιτρέπουν την απόθεση με κρυστάλλωση του ναφθαλινίου, του ανθρακενίου, του καρβαζολίου κλπ. Το υπόλειμμα της απόσταξης είναι σκληρό ή μαλακό και περιέχει σε μεγάλη αναλογία ελεύθερο άνθρακα. Η λ. χρησιμοποιείται με απευθείας εφαρμογή για τη διατήρηση των ξύλων ή των μεταλλικών επιφανειών και ύστερα από κατάλληλη κατεργασία για την παραγωγή ειδικών προϊόντων που προορίζονται για τη συντήρηση των δρόμων.
ξυλόπισσα. Λέγεται και φυσική πίσσα. Παράγεται από την απανθράκωση των ξύλων ή από την ξηρά απόσταξη τους. Στην πρώτη περίπτωση είναι μαύρη, πολύ ρευστή και περιέχει ναφθαλίνιο. Με απόσταξη αφήνει εύτηκτο υπόλειμμα. Στη δεύτερη περίπτωση είναι ανοιχτόχρωμη, λίγο παχύρρευστη και περιέχει παραφίνη. Ειδικά η οξυά παρέχει το κρεάσωτο.
Οι άλλες, π., όπως είναι οι π. των κλιβάνων με κωκ, της μεταλλουργίας, της τύρφης, του λιγνίτη, των σχιστόλιθων κλπ. Βρίσκουν ορισμένες βιομηχανικές εφαρμογές. Η οστεόπισσα ή όπως αλλιώς λέγεται ζωική π. (έλαιο Dippel) παράγεται από την απόσταξη των οστών. Αυτή αποτελεί πηγή πυριδινικών και κινολινικών προϊόντων. Στη δερματολογία χρησιμοποιείται η φυτική π. (π. της Νορβηγίας) που προέρχεται από την πεύκη, η αρκευθόπισσα ή καδέλαιο και η λιθανθρακόπισσα. Το νερό της π. παράγεται από το κατάβρεγμα με νερό της ξυλόπισσας και χρησιμοποιείται εσωτερικά ως αντισηπτικό στις παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος.
πισσόχαρτο. Υδρομωνοτικό υλικό για σκεπές, σε κυλίνδρους. Κατασκευάζεται με εμπότισμα χαρτονιού με μαλακά βιτουμένια και μετέπειτα κάλυψη των δύο επιφανειών με στρώμα εύτηκτης π. Συνήθως χρησιμοποιείται για την κατασκευή του επάνω στρώματος της στεγανής επικάλυψης της σκεπής. Η επιφάνειά του καλύπτεται με ένα συμπαγές στρώμα από κοκκώδες ή λεπιδοειδές υλικό (χοντρή άμμος, μαρμαρυγίας κ.ά.), που το προστατεύει από την επίδραση των ακτίνων του ήλιου και αυξάνει, έτσι, τη διάρκεια ζωής του. Μερικές φορές χρησιμοποιείται στα κάτω στρώματα της στεγανής επικάλυψης της στέγης ή για την υδρομόνωση των δομικών κατασκευών. Παραλλαγή του είναι το γυαλοπισσόχαρτο, που κατασκευάζεται από υαλοβάμβακα.
* * *η, ΝΜΑ, και αττ. τ. πίττα Ανεοελλ.1. (φαρμ.) προϊόν ξηράς απόσταξης ξύλου αρκεύθου ή ξύλου πεύκου ή, ακόμη, και γαιάνθρακα, που χρησιμοποιείται είτε αυτούσιο, είτε σε λοσιόν είτε σε αλοιφή για την αντισηπτική, κερατολυτική και επουλωτική του δράση, καθώς και ως απολυμαντικό και παρασιτοκτόνο2. φρ. α) «μαύρος πίσσα» — πολύ μαύροςβ) «σκοτάδι πίσσα» — βαθύ απόλυτο σκοτάδινεοελλ.-μσν.το μαύρο ή καφέ σκούρο υπόλειμμα τής απόσταξης τής λιθανθρακόπισσας, τής ξυλόπισσας ή λιπών, λιπαρών οξέων και λιπαρών ελαίωναρχ.1. η ξυλόπισσα2. ρητίνη την οποία χρησιμοποιούσαν για την επάλειψη τής εσωτερικής επιφάνειας τών βαρελιών κρασιού3. φρ. α) «πίσσα ὠμή» — ξυλόπισσα που δεν έχει υποστεί κατεργασίαβ) «ὑγρά πίσσα» — κατεργασμένη ξυλόπισσα σε ρευστή κατάστασηγ) «ὀρὸς πίσσης» — πίσσανθος4. παροιμ. φρ. α) «πάσχω ὅσσα μῡς ἐν πίσσῃ.» — υποφέρω πάρα πολλά δεινάβ) «ἄρτι μῡς πίττης γεύεται» — λεγόταν για εκείνον που είχε υποστεί πρόσφατα πολλά δεινά.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πίσσα συνδέεται με το αρχ. όνομα τής λατινικής pix, picis «πίσσα» (< IE *piq-, πρβλ. ρωσ. pikŭlŭ, αρχ. σλαβ. picilŭ), που είναι δάνειο από τη Γερμανική. Η λ. έχει σχηματιστεί με επίθημα -ya (πρβλ. κίσσα, νήσσα, γλώσσα)].
Dictionary of Greek. 2013.